- γεννοβολιά
- ηη γέννα, η γέννηση: Η αδερφή μου με μια γεννοβολιά έβγαλε τρία μωρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεννοβολιά — η [γεννοβόλι] 1. ο τοκετός, η γέννα 2. όλα τα νεογέννητα («γεννοβολιές τών κοπαδιών, χαρές κρυφές τού λύκου») … Dictionary of Greek